- ἀμβλέα
- ἀμβλύςbluntneut nom/voc/acc pl (epic ionic)ἀμβλέᾱ , ἀμβλύςbluntfem nom/voc/acc dual (epic ionic)ἀμβλύςbluntfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιμόζα — (mimosa). Γένος καλλωπιστικών φυτών της υποοικογένειας των μιμοζιδών. Αριθμεί 400 περίπου είδη, από τα οποία τα περισσότερα είναι φυτά της τροπικής Αμερικής. Το γνωστότερο είναι η μ. η αισχυντηλή γνωστή και ως μη μου άπτου. Έχει βλαστό ημιξυλώδη … Dictionary of Greek
πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… … Dictionary of Greek
τουλίπα — Κοινή ονομασία πολυάριθμων ειδών του γένους τουλίπη (οικογένεια λειριιδών ή λιλιιδών, μονοκοτυλήδονα): πρόκειται για πολυετή, ποώδη φυτά με βολβό ωοειδή, κονδυλοειδή, σκεπασμένο με ένα μόνο καστανόχρωμο χιτώνα. Από τον βολβό αναπτύσσονται κάθε… … Dictionary of Greek
πολύγαλα — (πολύγαλα το κοινό). Ποώδες φυτό της οικογένειας των πολυγαλιδών (δικοτυλήδονα), κοινό στους βοσκότοπους· παλιότερα πίστευαν πως το νομευτικό αυτό φυτό είχε την ιδιότητα να αυξάνει το γάλα των αγελάδων και από αυτό προέρχεται το όνομά του. Φτάνει … Dictionary of Greek